Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

SPOOKY XMASS


Στο δρόμο…

Βρόντηξε την πόρτα πίσω του με δύναμη. Έφυγε από τη δουλειά του κουβαλώντας νεύρα…πολλά νεύρα. Και να ‘ταν μόνο η δουλειά; Η γυναίκα του, οι υποχρεώσεις, τα δάνεια, τα παιδιά, οι εκκρεμότητες, όλα γύριζαν σα σβούρα στο κεφάλι του κι εκείνος ο αδιόρατος κόμπος στο λαιμό, δεν έλεγε να φύγει. Άει σιχτίρ! Γι αυτό μόχθησα στη ζωή μου; Για αυτό οι σπουδές και τα πτυχία; Γι αυτό η κούραση και η ζαλάδα πάνω από τα βιβλία, μέσα σε βιβλιοθήκες, κάτω από στοίβες περιοδικά; Και τώρα να μην μπορείς να αξιωθείς ένα ταξίδι! Όλη τη ζωή του μοχθούσε για να πάει παραπέρα, ο ίδιος, το μυαλό του, τα ενδιαφέροντα, η μόρφωση, οι προοπτικές…να πάνε όλα παραπέρα, να κάνει ένα βήμα μπροστά. Και το έκανε. Ένα τεσσάρι στην Πετρούπολη, ένα εξοχικό στο Δήλεσι, δυό παιδιά κι ένα αμάξι…Εντάξει και μια φορά το χρόνο στο εξωτερικό με τη γυναίκα του. Εδώ που τα λέμε δεν είναι και λίγα, σκέφτηκε. Όμως, πως σκατά έγιναν όλα τόσο λίγα; Αυτό ονειρευόμουν σαν παιδί; Αυτό ήθελα να γίνω σα θα μεγαλώσω; Αυτό; Δεν είχε άνθρωπο να πει κουβέντα. Κανέναν. Η γυναίκα του, καλή σύζυγος και μητέρα, μίλαγε μόνο για τα παιδιά της ή μόνο σ’ αυτά. Πλησιάζουν γιορτές σκέφτηκε. Θα πάρουν καινούργια φωτάκια γιατί κάηκαν τα περσινά κι ένα φωτεινό Άη Βασίλη για να τον βάλουν στο μπαλκόνι. Σκατά!

Σ’ ένα μπουρδέλο λίγο παρακάτω…

Αυτό ονειρευόμουν σαν παιδί; Αυτό ήθελα να γίνω σα θα μεγαλώσω; Αυτό; Κι έτριβε το μάρμαρο στο μπαλκόνι, ν’ ασπρίσει…την ψυχή της ήθελε ν’ ασπρίσει κι έτριβε με μανία! Άει σιχτίρ! Τόσα χρόνια διάλεγε τα καλύτερα ρούχα, αγόραζε τα ακριβότερα καλλυντικά, πρόσεχε τους πελάτες, έκανε συχνά ιατρικές εξετάσεις και το κυριότερο δεν είχε νταβατζή. Τα κατάφερνε μόνη της και με το κεφάλι ψηλά. Δε χρώσταγε σε κανέναν, αλλά ούτε και ήθελε να της χρωστούν. Είχε αρκετά λεφτά, μια μικρή περιουσία, σε κινητά κι ακίνητα. Αλλά δούλευε για χόμπι. Έλεγε…Από μέσα της έλεγε άλλα. Δούλευε γιατί δεν άντεχε τη μοναξιά, τη βουβαμάρα, την τρέλαινε η σιωπή. Για ένα διάστημα, όταν σταμάτησε για λίγο και ζούσε από τα έτοιμα, τρελάθηκε. Δεν είχε άνθρωπο να πει κουβέντα. Κανέναν. Την είχαν κάνει πέρα όλοι. Κι έτσι βρήκε μια μόνιμη στέγη σ΄ ένα μπουρδέλο, που καμιά φορά το μπέρδευε για σπίτι κι έφτιαχνε μαγειρίτσα το Πάσχα, ως και δέντρο στόλιζε τα Χριστούγεννα.. Πλησιάζουν γιορτές σκέφτηκε. Να πάρω καινούργια φωτάκια γιατί κάηκαν τα περσινά κι ένα φωτεινό Άη Βασίλη για το μπαλκόνι. Τι καλά!

- Καλημέρα!

- Δεν έχουμε ανοίξει ακόμη, καθαρίζω όπως βλέπεις, πέρνα κατά τις έξι. Θα είναι κι τα κορίτσια εδώ.

- Δεν το είπα γι αυτό, ήθελα κάπου να μιλήσω. Άσε! Καλά Χριστούγεννα.

- Και σε σένα. Δε μας λένε συχνά καλημέρα και φαντάστηκα…αλλά άμα θες να μιλήσεις έλα πάνω. Έχω φτιάξει και κανταΐφι.

Δεν το σκέφτηκε παραπάνω. Ανέβηκε. Τον πέρασε στη σάλα υποδοχής, τον τράταρε κανταΐφι, του ‘βγαλε και νερό.

- Και σαν τι ήθελες να πεις; Άρχισε εκείνη

- Δεν ξέρω, για τον καιρό, για τις προηγούμενες εκλογές, για τις φωτιές του καλοκαιριού, για την ανεργία, οτιδήποτε.

- Α! εμένα δε μου αρέσουν αυτά.

- Και σαν τι σου αρέσει να συζητάς;

Μμμμμ….σκέφτηκε λίγο.

- Για το σινεμά! Ήθελα μικρή να γίνω ηθοποιός ξέρεις, η μάνα μου όμως μου είπε: « κάλλιο να πεθάνω, παρά να σε δω θεατρίνα.» Κι όταν πέρασε ένας πλανόδιος θίασος από το χωριό, δε με κράταγε τίποτα. Έφυγα μαζί τους. Έχω παίξει κι ένα μικρό ρολάκι σε μια ταινία. Δε βγήκε ποτέ στο σινεμά. Μας έφαγε τα λεφτά ο παραγωγός κι έφυγε για Αμερική. Και το ‘χω κάνει τάμα, να μα το Θεό, κάποτε θα πάω να τον βρω, να του σπάσω τα μούτρα. Άκου εκεί να μου καταστρέψει την καριέρα! Ο καριόλης! Έχω κάτι λίγα λεφτουδάκια στην άκρη και θα πάω…

Το μόνο που ‘χε κρατήσει σα συμβουλή απ’ τη μάνα της ήταν να μη λέει ποτέ πόσα λεφτά έχει. Ποτέ και σε κανέναν. Εκείνος την άκουγε σα να έλεγε την πιο ωραία ιστορία που είχε ακούσει ποτέ. Του θύμιζε κάτι περσόνες του Μπουνιουέλ, τη Βιριδιάνα, ναι, ναι τη Βιριδιάνα…Κι εκείνος ένιωθε σα να παίζει σε ασπρόμαυρη ταινία του Ιταλικού ρεαλισμού. Ξανθιά και με απίστευτα σφιχτές γάμπες, δεν τη λες κι άσχημη για την ηλικία της…

- Και ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία;

- Οι 300, τέλειο είναι! Καμμιά φορά, όταν ο πελάτης είναι καλός το βάζω και το βλέπουμε μαζί. Τον κερνάω και λικέρ φράουλα. Αρέσει σ’ όλους. Δράση, σκοτωμοί, αρχαίο πνεύμα αθάνατο! Δε βρίσκεις;

Δε μίλησε χάζευε τη χαραμάδα της ρόμπας στην κοιλιά…

- Εσένα ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία;

- Εμένα τα 400…

Δεν τον άφησε να τελειώσει, της φάνηκε λογικό, αφού μια ταινία μπορεί να λέγεται 300, γιατί κάποια άλλη να μη λέγεται 400;

- Είναι ωραία; Περιπέτεια; Για πες!

- Λέγεται τα «400 χτυπήματα» και είναι του Τρυφώ. Αντιπροσωπευτική ταινία της nouvelle vague, και ίσως η καλύτερη του Τρυφώ. Λένε ότι είναι αυτοβιογραφική, εμένα με συγκλόνισε. Είναι για ένα παιδί που….

Δεν τον άκουγε, μάλλον τον άκουγε, χωρίς να τον ακούει. Αρκεί που είχε έναν άνθρωπο να της μιλάει….

- …..άλλοι εκπρόσωποι του κινήματος αυτού…..

Της μιλούσε σα να καταλάβαινε, σα να μιλούσε σ’ ένα φίλο του, στο φίλο του το Γιάννη, που μιλούσαν συχνά για κινηματογράφο παλιά, πριν παντρευτεί. Τι να κάνει άραγε ο Γιάννης; Να παντρεύτηκε κι αυτός; Σκεφτόταν ενώ συνέχιζε αβίαστα να μιλά για σινεμά.

- …….στην αρχική ντεκουπάζ….

Άλλο δεν ήθελε κι εκείνη, έτσι που είχε ώρα να μιλήσει, ξέσπασε σε γέλια….Φωτίστηκε ολόκληρη.

- Υπήρχε από τότε η ντεκαπάζ; Εγώ τα κάνω κάθε δυό μήνες κι αυτός σοβαρός άνθρωπος! Καλλιτέχνης! Να κάνει ντεκαπάζ; Βρε τι μαθαίνει κανένας!

Ξέσπασε κι εκείνος σε γέλια δυνατά. Είχε μια ζωή να γελάσει έτσι.

- Έλα πάμε μέσα να σου βάλω τους 300, να σε κεράσω και λικέρ φράουλα…

Και πήγε….

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

Εφιαλτική νύχτα αγκαλιά με τη σαπουνοθήκη


Πλοπ, πλοπ, πλοπ…
μια βρύση στάζει στο μπάνιο
καθώς αηδιασμένη από το χθεσινό μεθύσι
κυλιέμαι στα βρώμικα από ξερατά σεντόνια
σκέφτομαι
όπως μαγικά θέλω να γίνονται όλα
να βρισκόταν εκείνο το αόρατο ξωτικό,
εκείνο ξέρεις, που που θέλω να με ξυπνήσει τρεις μήνες μετά
που θα είναι όλα λυμένα,
που θέλω να τελειώσει τις σπουδές μου
χωρίς να κουνηθώ από το ξυνισμένο μου παραλήρημα,
εκείνο μωρέ που παρακαλώ να φέρνει το μισθό στο σπίτι
κάθε μήνα χωρίς να κουνήσω ρούπι από τους εμετικούς εφιάλτες μου,
ε να ‘μαι λοιπόν,
πλοπ, πλοπ, πλοπ,
να παρακαλώ εκείνο το ξωτικό να κλείσει αυτή τη γαμημένη βρύση!
πλοπ, πλοπ, πλοπ
ο ήχος μεγεθύνεται στο κεφάλι μου
ήχος γκονγκ, στον πάτο μιας τεράστιας άδειας κατσαρόλας ….
τα μηνίγγια μου χτυπούν δυνατά,
δυο βήματα το μπάνιο, κουράγιο θα φτάσω….
.…έφτασα….
ήταν νομίζω το τελευταίο που πρόλαβα να σκεφτώ
πριν σωριαστώ….
πλοπ, πλοπ, πλοπ,
φιλιά καθαρά
πλοπβελούδινα φιλιά
πλοπ, πλοπ,
τρυφερά τα φιλιά σου στο ανατριχιασμένο δέρμα μου
πλοπ,
ευωδιαστή καθαριότητα καθώς κάνω τούμπες μέσα σε μια τεράστια σαπουνόφουσκα
πλοπ,
και το πτυχίο μου σε μια άλλη
και η δουλειά ταξιδεύει στην από κάτω μου
κι εσύ στην παραδίπλα
κι όλοι οι φίλοι μου κάνουν πάρτυ μέσα σε μια τέταρτη
και σε μια πέμπτη τα αχνιστά πιο ωραία μου καλοκαίρια
κι η μαμά μου νέα και με καινούργια όνειρα στροβιλίζεται σε μια μικρούλα τόση δα πάνω απ΄το καζανάκι
κι εκείνη η μηχανή που ονειρεύομαι στον ξύπνιο μου
με περιμένει καλογυαλισμένη καθώς σερφάρει η σαπουνόφουσκά της πάνω από τη μπανιέρα
κι ο μπαμπάς μου ζωντανός χορεύει πάνω από τις οδοντόβουρτσες
και και και….
μια καρφίτσα σκέφτομαι να τα σκάσω όλα αυτά και είναι δικά μου…
...πλοπ, πλοπ, πλοπ
καθώς ξυπνάω με στόμα ξερό
και μέλη μουδιασμένα
πλοπ
πλοπ
πλοπ
στάζει η βρύση…σε μια εφιαλτική νύχτα αγκαλιά με τη σαπουνοθήκη.